πολυγύμναστος

πολυγύμναστος
πολῠ-γύμναστος, ον,
A of much experience, κακόν, of a woman, Luc.Tox.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • πολυγύμναστον — πολυγύμναστος of much experience masc/fem acc sg πολυγύμναστος of much experience neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγυμνάστοις — πολυγύμναστος of much experience masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”